- στιπποπραγματευτής
- στιππο-πραγμᾰτευτής, οῦ, ὁ,A tow-merchant, POxy.893.3 (vi/vii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στιπποπραγματευτής — ὁ, Α βλ. στυπποπραγματευτής … Dictionary of Greek